Κυψέλη στα ρωσικά
Μετάφραση: κυψέλη, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роиться, улей, куст, улья, росток, куста
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυψέλη
κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη λεξικό γλώσσας ρωσικά, κυψέλη στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- κυρώνω στα ρωσικά - обосновывать, скреплять, скрепить, утвердить, ратифицировать, затвердить, легализовать, ...
- κυτταρικός στα ρωσικά - келейный, клеточный, сотовидный, ячеистый, тюремный, клетчатый, сотовый, ...
- κυψελιδικός στα ρωσικά - флюс, альвеолярный, альвеолярная, альвеолярного, альвеолярной, альвеолярные
- κωλικός στα ρωσικά - резь, колика, колики, колик, коликах, колике
Τυχαίες λέξεις
Κυψέλη στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: роиться, улей, куст, улья, росток, куста
Μεταφράσεις: роиться, улей, куст, улья, росток, куста