Рукоблудие στα ελληνικά

Μετάφραση: рукоблудие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυνανισμός, αυνανισμό, αυνανισμού, ο αυνανισμός, masturbation
Рукоблудие στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • векша στα ελληνικά - σκίουρος, Vaxjo, Βάξιο, Βεκσόου
  • всероссийский στα ελληνικά - All-Ρωσίας, Πανρωσικό, Πανρωσικού
  • выкапывать στα ελληνικά - κέντρισμα, σκάβω, σαρκασμός, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
  • дьякон στα ελληνικά - διάκονος, διάκονο, διακόνου, διάκος, ιεροδιάκονος
Τυχαίες λέξεις
Рукоблудие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυνανισμός, αυνανισμό, αυνανισμού, ο αυνανισμός, masturbation