Рукоять στα ελληνικά
Μετάφραση: рукоять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίλησα, κράτημα, χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, λαβή, πιάνω, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомашина στα ελληνικά - κούρσα, φορτηγό, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
- базисный στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, κύριος, ηγετικός, βάση, βάσης, βάσεως, ...
- высверливание στα ελληνικά - γεώτρηση, γεώτρησης, γεωτρήσεων, διάτρησης, διάτρηση
- гашиш στα ελληνικά - κρότος, βροντώ, βρόντος, γδούπος, χασίσι, χασίς, χασισιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Рукоять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίλησα, κράτημα, χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, λαβή, πιάνω, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Μεταφράσεις: μίλησα, κράτημα, χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, λαβή, πιάνω, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται