Рушить στα ελληνικά
Μετάφραση: рушить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, εργοστάσιο, αλέθω, ανατροπή, μύλος, καταρρέω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адекватный στα ελληνικά - αντίστοιχος, ακριβής, επαρκής, ισότιμος, ολόιδιος, επαρκή, επαρκείς, ...
- ареал στα ελληνικά - φάσμα, διακυμαίνομαι, εμβέλεια, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ...
- возврат στα ελληνικά - ανάρρωση, επάνοδος, αποζημίωση, επιστροφή, αποπληρωμή, επανεμφάνιση, επιστρέφω, ...
- вычислить στα ελληνικά - λογαριάζω, υπολογίζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
Τυχαίες λέξεις
Рушить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, εργοστάσιο, αλέθω, ανατροπή, μύλος, καταρρέω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, εργοστάσιο, αλέθω, ανατροπή, μύλος, καταρρέω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί