Рьяный στα ελληνικά
Μετάφραση: рьяный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ατάσθαλος, πρόθυμος, επίμονος, πεισμωμένος, διαρκής, παράτολμος, απερίσκεπτος, ψυχωμένος, γενναίος, ψυχωμένες, εύψυχος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антиципирующий στα ελληνικά - προβλεπτική, προληπτικά, προληπτικό, προληπτικής, προληπτική
- водород στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
- дальнейший στα ελληνικά - περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, μεταγενέστερος, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ...
- двуствольный στα ελληνικά - δίκαννο, διπλό barreled, διπλό βαρέλι, διπλού βαρελιού, με διπλό βαρέλι
Τυχαίες λέξεις
Рьяный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ατάσθαλος, πρόθυμος, επίμονος, πεισμωμένος, διαρκής, παράτολμος, απερίσκεπτος, ψυχωμένος, γενναίος, ψυχωμένες, εύψυχος
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ατάσθαλος, πρόθυμος, επίμονος, πεισμωμένος, διαρκής, παράτολμος, απερίσκεπτος, ψυχωμένος, γενναίος, ψυχωμένες, εύψυχος