Рюкзак στα ελληνικά

Μετάφραση: рюкзак, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σακίδιο, σακκίδιο, backpack, τσάντα, πλάτης
Рюкзак στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гипсовать στα ελληνικά - λευκοπλάστης, γύψος, γύψου, γύψο, του γύψου, ο γύψος
  • горести στα ελληνικά - καταθλίψεις, παθήσεις, θλίψεις, βάσανα, δεινών
  • двойственность στα ελληνικά - δυαδικότητα, δυαδικότητας, τη δυαδικότητα, διττότητα, η δυαδικότητα
  • желёзка στα ελληνικά - αδένες, αδένων, τους αδένες, οι αδένες, αδένες που
Τυχαίες λέξεις
Рюкзак στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σακίδιο, σακκίδιο, backpack, τσάντα, πλάτης