Связанный στα ελληνικά
Μετάφραση: связанный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, συναφής, συγγενικός, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бинокль στα ελληνικά - τζάμι, ποτήρι, γυαλί, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, ...
- брифинг στα ελληνικά - ενημέρωση, ενημέρωσης, ενημερωτικό, νημέρωση, την ενημέρωση
- брошка στα ελληνικά - καρφίτσα, πόρπη, πείρο, pin, πείρου, πείρος
- волдырь στα ελληνικά - φούσκα, πρήξιμο, φουσκάλα, κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, φλεγμονή, ...
Τυχαίες λέξεις
Связанный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, συναφής, συγγενικός, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Μεταφράσεις: δεμένος, συναφής, συγγενικός, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών