Сговорчивый στα ελληνικά
Μετάφραση: сговорчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδοτικός, εύκαμπτος, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездейственный στα ελληνικά - απραξία, παθητικός, μάταιος, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες
- бьет στα ελληνικά - κτυπά, beats, παλμούς, κτύπους, χτύπους
- вызывающий στα ελληνικά - αυθάδης, υπερόπτης, χονδροειδής, νοσταλγικός, αναιδής, αλαζόνας, ξετσίπωτος, ...
- голодание στα ελληνικά - πείνα, λιμός, ασιτία, λιμοκτονία, την πείνα, λιμό
Τυχαίες λέξεις
Сговорчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδοτικός, εύκαμπτος, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
Μεταφράσεις: ενδοτικός, εύκαμπτος, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό