Сдерживаться στα ελληνικά

Μετάφραση: сдерживаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιάζω, απέχω, επωδός, αναχαιτίζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
Сдерживаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алогический στα ελληνικά - alogical
  • артикуляция στα ελληνικά - διάρθρωση, άρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
  • двуличный στα ελληνικά - πανούργος, ύπουλος, πονηρός, διπρόσωπος, διπρόσωπη, ο διπρόσωπος, διπρόσωποι, ...
  • дозиметр στα ελληνικά - παρακολουθώ, οθόνη, δοσίμετρο, δοσομετρητής, τοποθέτηση δοσιμέτρων, δοσιμέτρου, δοσίμετρο που
Τυχαίες λέξεις
Сдерживаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, απέχω, επωδός, αναχαιτίζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν