Сдерживающий στα ελληνικά
Μετάφραση: сдерживающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμευτικός, δέσιμο, προληπτικό, αποτρεπτικό, αποτρεπτικών, αποτρεπτικού, αποτρεπτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездельник στα ελληνικά - τεμπέλης, μόρτης, πλάνης, πλανόδιος, αργόσχολος, loafer, χασομέρης, ...
- гранит στα ελληνικά - γρανίτης, γρανίτη, από γρανίτη, γρανιτη, γρανίτες
- еврейский στα ελληνικά - εβραϊκός, εβραϊκή, Εβραϊκό, εβραϊκής, Εβραϊκού
- жук στα ελληνικά - σκαθάρι, ζουζούνι, μαμούδι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
Τυχαίες λέξεις
Сдерживающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμευτικός, δέσιμο, προληπτικό, αποτρεπτικό, αποτρεπτικών, αποτρεπτικού, αποτρεπτική
Μεταφράσεις: δεσμευτικός, δέσιμο, προληπτικό, αποτρεπτικό, αποτρεπτικών, αποτρεπτικού, αποτρεπτική