Сидеть στα ελληνικά
Μετάφραση: сидеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούρνια, καλύπτω, κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аферист στα ελληνικά - απατεώνας, κακοποιός, κερδοσκόπος, απατεώνα, μεγαλοαπατεώνας, απατεών, swindler
- выборочный στα ελληνικά - επιλεκτικός, εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
- горящий στα ελληνικά - φλογερός, ζωντανός, παθιασμένος, φλεγόμενος, μένω, καύση, καύσης, ...
- завершенный στα ελληνικά - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωσε, ...
Τυχαίες λέξεις
Сидеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούρνια, καλύπτω, κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
Μεταφράσεις: κούρνια, καλύπτω, κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε