Слабить στα ελληνικά
Μετάφραση: слабить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρισμού, εξαέρωσης, εκκαθάριση, κάθαρσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белла στα ελληνικά - Bella, Μπέλλα, Το Bella, Μπέλα, της Μπέλλα
- бутан στα ελληνικά - βουτάνιο, βουτανίου, βουτανο, το βουτάνιο, βουταν
- веснушки στα ελληνικά - φακίδες, πανάδες, τις φακίδες, φακίδων, πανάδων
- выверять στα ελληνικά - μετρητής, προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, συμβιβάζω, διαμετρώ, εκτιμώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Слабить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρισμού, εξαέρωσης, εκκαθάριση, κάθαρσης
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρισμού, εξαέρωσης, εκκαθάριση, κάθαρσης