Слон στα ελληνικά

Μετάφραση: слон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Слон στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азот στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
  • бушлат στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζελιού, αρακά, μπιζελιών, μπιζέλια
  • дефис στα ελληνικά - συντρίβω, τρέχω, ραντίζω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, ...
  • еле-еле στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Слон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα