Слон στα ελληνικά
Μετάφραση: слон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
![Слон στα ελληνικά Слон στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-35972.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азот στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
- бушлат στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζελιού, αρακά, μπιζελιών, μπιζέλια
- дефис στα ελληνικά - συντρίβω, τρέχω, ραντίζω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, ...
- еле-еле στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Слон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Μεταφράσεις: επίσκοπος, ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα