Смазывать στα ελληνικά
Μετάφραση: смазывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, γράσο, χρίω, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алогичный στα ελληνικά - παράλογος, παράλογο, παράλογη, λογικό, παράλογες
- бредовый στα ελληνικά - τρελούτσικος, απίθανος, τρελός, ανόητος, άγριος, παραληρητικές, παραληρητική, ...
- вышка στα ελληνικά - πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
- диверсант στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, σαμποτέρ, saboteur, σαμποτέρ ο, δολιοφθορεύς, κωλυσιεργός
Τυχαίες λέξεις
Смазывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, γράσο, χρίω, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Μεταφράσεις: λιπαντικό, γράσο, χρίω, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών