Смочь στα ελληνικά
Μετάφραση: смочь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπορώ, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, κουτί, καταφέρνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арбитражный στα ελληνικά - διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
- ассигновать στα ελληνικά - διορίζω, διανέμω, κατανέμω, αποδίδω, αναθέτω, κατανομή, διαθέσει, ...
- ежесекундный στα ελληνικά - ασταμάτητος, συνεχής, αδιάκοπη, ακατάπαυστη, αδιάκοπες, συνεχή, συνεχείς
- завещательница στα ελληνικά - διαθέτρια, κληροδότηση
Τυχαίες λέξεις
Смочь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπορώ, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, κουτί, καταφέρνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Μεταφράσεις: μπορώ, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, κουτί, καταφέρνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση