Собраться στα ελληνικά
Μετάφραση: собраться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блудница στα ελληνικά - πατσαβούρα, πόρνη, πουτάνα, πόρνης, η πόρνη, την πόρνη
- ворвань στα ελληνικά - πρησμένος, ιχθυέλαιο, κλαίω γοερά, λίπος, το λίπος
- горизонт στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
- жох στα ελληνικά - μπερμπάντης, zhoh
Τυχαίες λέξεις
Собраться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν