Сон στα ελληνικά
Μετάφραση: сон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ύπνος, ησυχασμός, όνειρο, τσίμπλα, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- въехать στα ελληνικά - εισέρχομαι, μπαίνω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
- голкипер στα ελληνικά - τερματοφύλακας, τερματοφύλακα, αντίπαλο τερματοφύλακα, τον τερματοφύλακα
- государство στα ελληνικά - προσγειώνομαι, εξουσία, δύναμη, κοινοπολιτεία, κρατίδιο, εξοχή, επαρχία, ...
- дряхлость στα ελληνικά - έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
Τυχαίες λέξεις
Сон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ύπνος, ησυχασμός, όνειρο, τσίμπλα, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Μεταφράσεις: κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ύπνος, ησυχασμός, όνειρο, τσίμπλα, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε