Сосредоточение στα ελληνικά

Μετάφραση: сосредоточение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκέντρωση, συσσώρευση, σύναξη, συρροή, συναρμολόγηση, μαζικός, συνέλευση, ομήγυρη, μάζα, κέντρο, συγκέντρωσης, συγκεντρώσεως, συμπύκνωση, τη συγκέντρωση
Сосредоточение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гаитянский στα ελληνικά - Αϊτής, της Αϊτής, haitian, Αϊτή
  • дознаваться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανεύρεση, doznavatsya
  • желчный στα ελληνικά - πικρός, πικρόχολος, θυελλώδης, χολικός, χοληφόρων, χολική, των χοληφόρων, ...
  • жиронепроницаемый στα ελληνικά - λαδόχαρτο, αντικολλητικό, αδιαπέραστο σε λιπαρές, αδιαπέραστος από λιπαρές ουσίες, από λιπαρές ουσίες
Τυχαίες λέξεις
Сосредоточение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκέντρωση, συσσώρευση, σύναξη, συρροή, συναρμολόγηση, μαζικός, συνέλευση, ομήγυρη, μάζα, κέντρο, συγκέντρωσης, συγκεντρώσεως, συμπύκνωση, τη συγκέντρωση