Сотрясение στα ελληνικά
Μετάφραση: сотрясение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλος, τρεμούλιασμα, κραδασμός, αναταραχή, κουνώ, δόνηση, σαλεύω, σοκ, κρούση, βαζάκι, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вылепить στα ελληνικά - γλυπτό, άγαλμα, γλυπτική, καλούπι, μούχλα, καλουπιού, μήτρας, ...
- глазомер στα ελληνικά - μάτι, οφθαλμός, ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
- гофер στα ελληνικά - γεωμύξ, Gopher, γοπχερ, Το Gopher
- жонглёр στα ελληνικά - ταχυδακτυλουργός, ζογκλέρ, Juggler, ταχυδακτυλουργό, ταχυδακτυλουργό που
Τυχαίες λέξεις
Сотрясение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλος, τρεμούλιασμα, κραδασμός, αναταραχή, κουνώ, δόνηση, σαλεύω, σοκ, κρούση, βαζάκι, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
Μεταφράσεις: σάλος, τρεμούλιασμα, κραδασμός, αναταραχή, κουνώ, δόνηση, σαλεύω, σοκ, κρούση, βαζάκι, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση