Спасовать στα ελληνικά

Μετάφραση: спасовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορτύκι, πτυχή, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold
Спасовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • броненосец στα ελληνικά - μικρό φολιδωτό ζώο της Νότιας Αμερικής, Armadillo, αρμαδίλου, αρμαδίλος, αρμαντίλο
  • волочиться στα ελληνικά - σέρνω, μόρτης, αγύρτης, μονοπάτι, αλήτης, κρεμιέμαι, κουνώ, ...
  • диктовать στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
  • добродушно-веселый στα ελληνικά - πολύ εγκάρδιος, καλοκάγαθους, καλόκαρδος, καλοσυνάτα
Τυχαίες λέξεις
Спасовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορτύκι, πτυχή, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold