Сплоченный στα ελληνικά

Μετάφραση: сплоченный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κοινός, σφιχτοδεμένη, κλειστή, πολύ ενωμένη, στενά συνυφασμένη, στενά συνδεδεμένες
Сплоченный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аккомпанемент στα ελληνικά - συνοδεία, συνοδείας, συνοδευτικό, συμπλήρωμα, συνοδεύει
  • втулка στα ελληνικά - σηκός, κάσα, θάμνος, κουτί, πυγμαχώ, γόμφος, μανίκι, ...
  • голубеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, γίνεται μπλε, γίνει μπλε, γίνονται μπλε, μετατρέπεται σε μπλε, γίνονται κυανά
  • дезодорант στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητικά, αποσμητικού, αποσμητική, αποσμητικές
Τυχαίες λέξεις
Сплоченный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κοινός, σφιχτοδεμένη, κλειστή, πολύ ενωμένη, στενά συνυφασμένη, στενά συνδεδεμένες