Спустившийся στα ελληνικά

Μετάφραση: спустившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπεδος, διαμέρισμα, κατέβηκε, καταγόταν, κατάγεται, κατέβηκαν, απόγονοι
Спустившийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брокколи στα ελληνικά - μπρόκολο, το μπρόκολο, μπρόκολα, μπρόκολου, τα μπρόκολα
  • вдохнуть στα ελληνικά - αναπνέω, εισπνέω, να αναπνεύσει, για να αναπνεύσει, να αναπνεύσουν, να αναπνέει, να αναπνέουν
  • влюбчивость στα ελληνικά - ευπάθεια, ευαισθησία, ερωτοληψία
  • дольше στα ελληνικά - μακρύτερα, πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη
Τυχαίες λέξεις
Спустившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, κατέβηκε, καταγόταν, κατάγεται, κατέβηκαν, απόγονοι