Старовер στα ελληνικά
Μετάφραση: старовер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρητικός, παλιά, παλιό, παλαιά, παλαιό, παλαιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вооружаться στα ελληνικά - χέρι, όπλο, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- дал στα ελληνικά - δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
- деревенский στα ελληνικά - πατρίδα, χώρα, αγροτικός, εξοχή, χώρας, χωρών, τη χώρα, ...
- долететь στα ελληνικά - μύγα, πετώ, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Τυχαίες λέξεις
Старовер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρητικός, παλιά, παλιό, παλαιά, παλαιό, παλαιών
Μεταφράσεις: συντηρητικός, παλιά, παλιό, παλαιά, παλαιό, παλαιών