Створаживаться στα ελληνικά

Μετάφραση: створаживаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορτύκι, stvorazhivatsya
Створаживаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аберрация στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρεκτροπή, εκτροπή, εκτροπής, εκτροπών, ανωμαλία
  • беспокойный στα ελληνικά - πυρετώδης, θυελλώδης, απασχολημένος, άβολος, νευρικός, δύστροπος, αγχώδης, ...
  • бляха στα ελληνικά - κασσίτερος, κονσέρβα, σήμα, διακριτικό, το σήμα, διακριτικό σήμα, σήμα της
  • волшебный στα ελληνικά - μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
Τυχαίες λέξεις
Створаживаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορτύκι, stvorazhivatsya