Стелить στα ελληνικά

Μετάφραση: стелить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδίδω, φουντώνω, απλώνω, στρώνω, κοσμικός, ξαπλώνω, επέκταση, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Стелить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бейсбол στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, μπέιζμπολ, του μπέιζμπολ, baseball, το μπέιζμπολ
  • воображение στα ελληνικά - γουστάρω, γούστο, όραση, ιδέα, προτίμηση, φανταστικός, όραμα, ...
  • диэлектрик στα ελληνικά - διηλεκτρικός, διηλεκτρικό, διηλεκτρική, διηλεκτρικού, διηλεκτρικής
  • доломан στα ελληνικά - ράσο, Dolman, μανδύας
Τυχαίες λέξεις
Стелить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδίδω, φουντώνω, απλώνω, στρώνω, κοσμικός, ξαπλώνω, επέκταση, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει