Стерилизованный στα ελληνικά
Μετάφραση: стерилизованный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, αποστειρωμένα, αποστειρωθεί, αποστειρώνονται, αποστειρώνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багульник στα ελληνικά - άγριος, βάλτος, μαζεύω, γλίτσα, έλος, ιλύς, λάσπη, ...
- бессонница στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- бубенцы στα ελληνικά - καμπάνες, κουδούνια, κουδουνιών, κουδουνάκια, τα κουδούνια
- василисник στα ελληνικά - vasilisnik
Τυχαίες λέξεις
Стерилизованный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, αποστειρωμένα, αποστειρωθεί, αποστειρώνονται, αποστειρώνεται
Μεταφράσεις: στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, αποστειρωμένα, αποστειρωθεί, αποστειρώνονται, αποστειρώνεται