Стойкий στα ελληνικά
Μετάφραση: стойкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραίος, άκαμπτος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αδιάλλακτος, αυστηρός, συνεπής, γρήγορα, σταθερός, γερός, απτόητος, πειστήριο, ακλόνητος, γρήγορος, διαρκής, ρωμαλέος, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автобиография στα ελληνικά - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
- аммонит στα ελληνικά - αμμωνίτη, αμμωνίτης, ammonite, αμμωνιτών
- благоговеть στα ελληνικά - λατρεία, λατρεύω, σέβομαι, προσκυνήσουν, προσκυνήσει, προσκυνήσουμε, προσκυνούν
- втягивать στα ελληνικά - επισύρω, τραβώ, εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, έλκω, ζωγραφίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Стойкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραίος, άκαμπτος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αδιάλλακτος, αυστηρός, συνεπής, γρήγορα, σταθερός, γερός, απτόητος, πειστήριο, ακλόνητος, γρήγορος, διαρκής, ρωμαλέος, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Μεταφράσεις: εδραίος, άκαμπτος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αδιάλλακτος, αυστηρός, συνεπής, γρήγορα, σταθερός, γερός, απτόητος, πειστήριο, ακλόνητος, γρήγορος, διαρκής, ρωμαλέος, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών