Существенный στα ελληνικά

Μετάφραση: существенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωτικός, αρκετός, ακέραιος, απαραίτητος, θεμελιώδης, σπουδαίος, αξιόλογος, σχετικός, ουσιαστικό, στερεός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Существенный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • двоение στα ελληνικά - διακλάδωση, διακλάδωσης, διχασμό, διχασμού, διακλαδώσεως
  • дедукция στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
  • доставать στα ελληνικά - αγγίζω, προσκομίζω, φτάνω, πινελιά, παράγω, πάρει, πάρετε, ...
  • заведомо στα ελληνικά - ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, ...
Τυχαίες λέξεις
Существенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωτικός, αρκετός, ακέραιος, απαραίτητος, θεμελιώδης, σπουδαίος, αξιόλογος, σχετικός, ουσιαστικό, στερεός, ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά