Телосложение στα ελληνικά
Μετάφραση: телосложение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκελετός, σύνταγμα, πλαίσιο, κράση, κορμοστασιά, έξη, πλαισιώνω, μπόι, ανάστημα, συνήθεια, σώμα, πρόσωπο, αριθμός, χτίζω, σωματική διάπλαση, Μυϊκή δύναμη, διάπλαση, διάπλασή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вече στα ελληνικά - κακία, ανηθικότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, Επιμελητήριο, τμήματος
- вздергивать στα ελληνικά - απαγχονίζω, vzdergivat
- гигант στα ελληνικά - κολοσσός, γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
- дымоход στα ελληνικά - φουγάρο, σήραγγα, τούνελ, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
Τυχαίες λέξεις
Телосложение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκελετός, σύνταγμα, πλαίσιο, κράση, κορμοστασιά, έξη, πλαισιώνω, μπόι, ανάστημα, συνήθεια, σώμα, πρόσωπο, αριθμός, χτίζω, σωματική διάπλαση, Μυϊκή δύναμη, διάπλαση, διάπλασή
Μεταφράσεις: σκελετός, σύνταγμα, πλαίσιο, κράση, κορμοστασιά, έξη, πλαισιώνω, μπόι, ανάστημα, συνήθεια, σώμα, πρόσωπο, αριθμός, χτίζω, σωματική διάπλαση, Μυϊκή δύναμη, διάπλαση, διάπλασή