Теоретичный στα ελληνικά
Μετάφραση: теоретичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρητικός, theoreticity
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взаимоотношение στα ελληνικά - σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
- добираться στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, φτάνω, φθάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
- дуэль στα ελληνικά - μονομαχία, αναμέτρηση, μονομαχίας, η μονομαχία, μονομαχία με
- жёлчь στα ελληνικά - χολή, χολής, χολικού, χολικών, χολικά
Τυχαίες λέξεις
Теоретичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρητικός, theoreticity
Μεταφράσεις: θεωρητικός, theoreticity