Тинктура στα ελληνικά

Μετάφραση: тинктура, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα
Тинктура στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурчание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
  • воспалиться στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, φλεγμονώδη, φλεγμονή των
  • голубь-вертун στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριώνες, περιστεριού
  • добавочный στα ελληνικά - επιπρόσθετος, μονός, βοηθητικός, περαιτέρω, παρείσακτος, δεύτερος, δευτερόλεπτο, ...
Τυχαίες λέξεις
Тинктура στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα