Толк στα ελληνικά

Μετάφραση: толк, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισημαίνω, ωφέλεια, πλεονέκτημα, επωφελούμαι, αίσθημα, δείχνω, κέρδος, σωφροσύνη, νόημα, χρησιμότητα, όφελος, στίγμα, χρησιμοποιώ, προτέρημα, αιχμή, απολαβή, αίσθηση, έννοια, την έννοια
Толк στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балаганить στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, κλόουν, χαζός, θάλαμοι, καμπίνες, θαλάμους, ...
  • вторично στα ελληνικά - πάλι, ξανά, δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
  • давнишний στα ελληνικά - παρελθόν, γέρος, περασμένος, παλαιός, γέρικος, μακροχρόνιος, μακροχρόνια, ...
  • доморощенный στα ελληνικά - ωμός, αρχέγονος, πρωτόγονος, χονδροειδής, ακατέργαστος, home-grown, γηγενείς, ...
Τυχαίες λέξεις
Толк στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισημαίνω, ωφέλεια, πλεονέκτημα, επωφελούμαι, αίσθημα, δείχνω, κέρδος, σωφροσύνη, νόημα, χρησιμότητα, όφελος, στίγμα, χρησιμοποιώ, προτέρημα, αιχμή, απολαβή, αίσθηση, έννοια, την έννοια