Томный στα ελληνικά
Μετάφραση: томный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαθής, νωθρός, νωχελική, νωθρό, άτονος, χωλαίνουσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авраам στα ελληνικά - Αβραάμ, Abraham, Ο Abraham, ο Αβραάμ, τον Αβραάμ
- администрирование στα ελληνικά - κυβέρνηση, διοίκηση, διοικητικός, χορήγηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
- всеобщий στα ελληνικά - γενικός, συνολικός, ολικός, στρατηγός, σύνολο, κοινός, παγκόσμιος, ...
- дорический στα ελληνικά - δωρικός, δωρική, δωρικό, δωρικού, δωρικούς
Τυχαίες λέξεις
Томный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαθής, νωθρός, νωχελική, νωθρό, άτονος, χωλαίνουσα
Μεταφράσεις: απαθής, νωθρός, νωχελική, νωθρό, άτονος, χωλαίνουσα