Топиться στα ελληνικά
Μετάφραση: топиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, λιώνω, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аудитория στα ελληνικά - διάλεξη, δωμάτιο, παρουσία, χώρος, ακροατήριο, νουθετώ, αίθουσα, ...
- верхушка στα ελληνικά - αιχμή, αποκορύφωμα, κορώνα, οικόσημο, πουρμπουάρ, ακμή, στέμμα, ...
- выкрутасы στα ελληνικά - διακοσμητικά στοιχεία, διακοσμητικά, frills, βολάν, χαμηλού κόστους
- заботливо στα ελληνικά - επιφυλακτικά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
Τυχαίες λέξεις
Топиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, λιώνω, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Μεταφράσεις: καίω, λιώνω, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν