Торговать στα ελληνικά

Μετάφραση: торговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλώ, πραμάτεια, εμπορεύματα, μοιράζω, επιτήδευμα, εκποιώ, αγορά, επάγγελμα, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Торговать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бридель στα ελληνικά - χαλινώνω, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινάρια, χαλινού, χαλινός, το χαλινάρι
  • возничий στα ελληνικά - ηνίοχος, ηνίοχο, ηνιόχου, ηνίοχου, τον ηνίοχο
  • вьюнок στα ελληνικά - περικοκλάδας, περικοκλάδα, Περιαλλόκαυλο, bindweed, Περιαλλόκαυλο το αρουραίο
  • грифон στα ελληνικά - γρύπας, Griffin, γρύπα, ο Griffin
Τυχαίες λέξεις
Торговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλώ, πραμάτεια, εμπορεύματα, μοιράζω, επιτήδευμα, εκποιώ, αγορά, επάγγελμα, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών