Требовать στα ελληνικά
Μετάφραση: требовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλέκω, διεκδίκηση, σφετερίζομαι, εμπλέκω, ζήτηση, πρόκληση, απαίτηση, ερμηνεύω, χρειάζομαι, ισχυρισμός, ρωτώ, εκβιάζω, ανάγκη, παίρνω, διεκδικώ, περιλαμβάνω, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдность στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- арго στα ελληνικά - υποκρισία, αργκό, παρεφθαρμένη γλώσσα, αλλά απείθαρχη δημώδη
- аффектация στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- двигательный στα ελληνικά - μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Требовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλέκω, διεκδίκηση, σφετερίζομαι, εμπλέκω, ζήτηση, πρόκληση, απαίτηση, ερμηνεύω, χρειάζομαι, ισχυρισμός, ρωτώ, εκβιάζω, ανάγκη, παίρνω, διεκδικώ, περιλαμβάνω, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση
Μεταφράσεις: μπλέκω, διεκδίκηση, σφετερίζομαι, εμπλέκω, ζήτηση, πρόκληση, απαίτηση, ερμηνεύω, χρειάζομαι, ισχυρισμός, ρωτώ, εκβιάζω, ανάγκη, παίρνω, διεκδικώ, περιλαμβάνω, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση