Трок στα ελληνικά

Μετάφραση: трок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεντούκι, προβοσκίδα, μπαούλο, -troc
Трок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всмотреться στα ελληνικά - παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, ...
  • далматик στα ελληνικά - δαλματικής, δαλματική
  • ерундить στα ελληνικά - ομιλία, μιλώ, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
  • забрасывать στα ελληνικά - εξακοντίζω, καλύπτω, συντρίβω, επιδαψιλεύω, ρίχνω, ντους, πετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Трок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεντούκι, προβοσκίδα, μπαούλο, -troc