Тушевать στα ελληνικά
Μετάφραση: тушевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόνος, σκιά, ατμόσφαιρα, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, απόχρωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- геральдический στα ελληνικά - οικοσηματολογικός, κηρυκείος, εραλδική, εραλδικά, εραλδικό
- глумиться στα ελληνικά - περιγελώ, χλευάζω, λοιδορία, σαρκάζω, λοιδορώ, πλαστός, κοροϊδεύω, ...
- гусь στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
- дифтонг στα ελληνικά - δίφθογγος, δίφθογγο, διφθόγγου
Τυχαίες λέξεις
Тушевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόνος, σκιά, ατμόσφαιρα, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, απόχρωσης
Μεταφράσεις: τόνος, σκιά, ατμόσφαιρα, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, απόχρωσης