Тушить στα ελληνικά

Μετάφραση: тушить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτύπημα, στιφάδο, πνίγω, κάνω, σβήνω, φυσώ, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα
Тушить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиамотор στα ελληνικά - αεροκινητήρας, αναλογίας αέρα, της αναλογίας αέρα
  • адаптироваться στα ελληνικά - προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
  • болевой στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, αλγεινός, οδυνηρός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, ...
  • бояться στα ελληνικά - φοβάμαι, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ο φόβος
Τυχαίες λέξεις
Тушить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτύπημα, στιφάδο, πνίγω, κάνω, σβήνω, φυσώ, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα