Убеждать στα ελληνικά

Μετάφραση: убеждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραινώ, παρόρμηση, φέρνω, παροτρύνω, ικανοποιώ, επιχειρηματολογώ, καθησυχάζω, παρακινώ, νουθετώ, προκαλώ, διαφωνώ, πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαπληκτίζομαι, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Убеждать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдруг στα ελληνικά - αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, απροσδόκητα, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
  • гладиолус στα ελληνικά - γλαδιόλα, γλαδιόλες, Gladiolus, γλαδιόλας, το Gladiolus
  • громящий στα ελληνικά - fulminatory
  • двухтактный στα ελληνικά - Ξύλινα παιχνίδια
Τυχαίες λέξεις
Убеждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραινώ, παρόρμηση, φέρνω, παροτρύνω, ικανοποιώ, επιχειρηματολογώ, καθησυχάζω, παρακινώ, νουθετώ, προκαλώ, διαφωνώ, πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαπληκτίζομαι, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε