Увалень στα ελληνικά
Μετάφραση: увалень, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαζός, βώλος, μπουνταλάς, κρεμανταλάς, λαστιχένιο δείκτη, λαστιχένιου δείκτη, αγροίκος και βλαξ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вваливаться στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, ...
- взрывной στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτική, εκρηκτικό, εκρηκτικές, εκρηκτικά
- волгоград στα ελληνικά - Βολγκογκράντ, Volgograd, Βόλγκογκραντ, βόλγογκραντ, Βόλγκοκραντ
- забронированный στα ελληνικά - επιφυλακτικός, κρατημένος, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Τυχαίες λέξεις
Увалень στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαζός, βώλος, μπουνταλάς, κρεμανταλάς, λαστιχένιο δείκτη, λαστιχένιου δείκτη, αγροίκος και βλαξ
Μεταφράσεις: χαζός, βώλος, μπουνταλάς, κρεμανταλάς, λαστιχένιο δείκτη, λαστιχένιου δείκτη, αγροίκος και βλαξ