Углублять στα ελληνικά
Μετάφραση: углублять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, κάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Μεταφράσεις
- вескость στα ελληνικά - ισχύς, κύρος, εγκυρότητα, ισχύος, ισχύ
- галеон στα ελληνικά - γαλέρα, Galleon, Γαλιόνι
- голубой στα ελληνικά - γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
- дикция στα ελληνικά - διάρθρωση, απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
Τυχαίες λέξεις
Углублять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, κάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, κάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει