Удовлетворенный στα ελληνικά
Μετάφραση: удовлетворенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιημένο, χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένοι, πληρούνται, πληρούται, ικανοποιημένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ангажировать στα ελληνικά - καπαρώνω, βιβλίο, βιβλιάριο, να συμμετάσχουν, να εμπλακούν, να συμμετέχουν, να ασκούν, ...
- белоруссия στα ελληνικά - Λευκορωσία, τη Λευκορωσία, Λευκορωσίας, της Λευκορωσίας, τη Λευκoρωσία
- бирка στα ελληνικά - ετικέτα, συμφωνώ, καταμετρώ, tag, ετικέτας, ετικέττα, ετικετών
- всезнающий στα ελληνικά - παντογνόστης, παντογνώστρια, παντογνώστης, παντογνώστες, παντογνώστη
Τυχαίες λέξεις
Удовлетворенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιημένο, χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένοι, πληρούνται, πληρούται, ικανοποιημένη
Μεταφράσεις: ικανοποιημένο, χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένοι, πληρούνται, πληρούται, ικανοποιημένη