Ужаться στα ελληνικά

Μετάφραση: ужаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, uzhatsya
Ужаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аукнуть στα ελληνικά - στέκι, στοιχειώνει, στοιχειώνουν, στοιχειώσουν, στοιχειώσει
  • базарный στα ελληνικά - φτηνός, χυδαίος, πρόστυχος, σκληρός, βάναυσος, πρόχειρος, τραχύς, ...
  • благодушный στα ελληνικά - είδος, καλόβουλος, καλός, ευγενικός, συνετός, φρόνιμος, ευμενής, ...
  • дребезжащий στα ελληνικά - παλιοσακαρακά
Τυχαίες λέξεις
Ужаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, uzhatsya