Ужимка στα ελληνικά
Μετάφραση: ужимка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρονομία, μορφάζω, χειρονομώ, γνέφω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού
Μεταφράσεις
- бесплотный στα ελληνικά - αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
- врун στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
- вычитаемое στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, αφαιρετέος
- драгировать στα ελληνικά - σέρνω, δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
Τυχαίες λέξεις
Ужимка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρονομία, μορφάζω, χειρονομώ, γνέφω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού
Μεταφράσεις: χειρονομία, μορφάζω, χειρονομώ, γνέφω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού