Уместиться στα ελληνικά
Μετάφραση: уместиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- битуминозный στα ελληνικά - ασφαλτούχα, ασφαλτικά, ασφαλτούχων, ασφαλτούχου, ασφαλτικών
- генерирование στα ελληνικά - γενιά, παιδί, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- господский στα ελληνικά - αρχοντικός
- джоуль στα ελληνικά - μονάδα ενέργειας ή έργου, JOULE, του JOULE, το JOULE, προγράμματος JOULE
Τυχαίες λέξεις
Уместиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
Μεταφράσεις: ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα