Умирать στα ελληνικά
Μετάφραση: умирать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεζάρω, λήγω, πεθάνω, αποθνήσκω, χωρίζω, μερίδιο, εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альпинизм στα ελληνικά - βουνό, όρος, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχηση σε βράχο, αναρρίχηση βράχου, αναρρίχησης βράχου, ...
- американский στα ελληνικά - υπερατλαντικός, Αμερικανός, Αμερικής, αμερικανική, American, αμερικανικό
- горицвет στα ελληνικά - αστεροειδής αδώνης, Adonis, Άδωνις, Άδωνη, Άδωνης
- давеча στα ελληνικά - πρόσφατα, σήμερα το πρωί, το πρωί, αυτό το πρωί
Τυχαίες λέξεις
Умирать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεζάρω, λήγω, πεθάνω, αποθνήσκω, χωρίζω, μερίδιο, εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Μεταφράσεις: τεζάρω, λήγω, πεθάνω, αποθνήσκω, χωρίζω, μερίδιο, εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν