Упитанный στα ελληνικά

Μετάφραση: упитанный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παχουλός, χόνδρος, λίπος, τροφαντός, χοντρός, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Упитанный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ахиллес στα ελληνικά - Αχιλλεύς, Αχιλλέα, Αχιλλέας, ο Αχιλλέας, του Αχιλλέα
  • базилик στα ελληνικά - βασιλικός, βασιλικό, βασιλικού, Βασίλης, Basil
  • бездумный στα ελληνικά - απερίσκεπτος, ανυπολόγιστος, απερίσκεπτα, άκριτη, απερίσκεπτης, χωρίς περίσκεψη
  • дальний στα ελληνικά - συγγενής, μεγάλος, ψυχρός, ακραίος, απόμακρος, μακριά, απόκεντρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Упитанный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παχουλός, χόνδρος, λίπος, τροφαντός, χοντρός, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος