Упражнять στα ελληνικά
Μετάφραση: упражнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκώ, τρένο, εκπαιδεύω, εξασκώ, άσκηση, αμαξοστοιχία, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всевластный στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, πανίσχυρο, παντοδύναμης
- галактический στα ελληνικά - γαλαξιακός, γαλαξιακό, γαλαξιακή, γαλαξιακής, γαλαξιακών
- девчонка-хиппи στα ελληνικά - hippie, χίπις, χίπης, των hippies, χίπικη
- завоевывать στα ελληνικά - κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Τυχαίες λέξεις
Упражнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκώ, τρένο, εκπαιδεύω, εξασκώ, άσκηση, αμαξοστοιχία, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Μεταφράσεις: ασκώ, τρένο, εκπαιδεύω, εξασκώ, άσκηση, αμαξοστοιχία, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία