Усиление στα ελληνικά
Μετάφραση: усиление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
Μεταφράσεις
- башмак στα ελληνικά - παντόφλα, μπότα, πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, ...
- голословный στα ελληνικά - άδειος, τσίτσιδος, γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
- гордон στα ελληνικά - Γκόρντον, Gordon, Ο Gordon, τον Gordon, του Gordon
- жульнический στα ελληνικά - απατηλός, con
Τυχαίες λέξεις
Усиление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
Μεταφράσεις: επαύξηση, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση